- αμνηστευτικός
- -ή, -ό [αμνηστεύω]αυτός μέσω τού οποίου παρέχεται αμνηστία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμνηστευτικός — ή, ό εκείνος με τον οποίο δίνεται η αμνηστία: Στην «Eφημερίδα της Kυβερνήσεως» δημοσιεύτηκε το αμνηστευτικό διάταγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμνηστος — ἄμνηστος, ον (Α) αυτός που ξεχάστηκε, ο λησμονημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνηστὸς < μιμνήσκω. ΠΑΡ. αμνηστία, αμνήστευτος, αμνηστικός, αρχ. ἀμνηστεύω, νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος, αμνηστευτικός, αμνηστεύω, αμνηστώ] … Dictionary of Greek